- υμενόστρακος
- -ον, Α(για αγγείο) αυτός που είναι λεπτός σαν υμένας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμήν, -ένος + ὄστρακον (πρβλ. ὀξυ-όστρακος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑμενόστρακα — ὑμενόστρακος of ware thin as a membrane neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek